αυτοκόλλητο

αυτοκόλλητο
το
αυτό που κολλά μόνο του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοκόλλητος — η, ο 1. (για ύφασμα, χαρτί, πλαστικό κ.λπ.) αυτός που μπορεί να επικολληθεί πάνω σε μια επιφάνεια γιατί φέρει επάλειψη συγκολλητικού στην εσωτερική πλευρά του 2. το ουδ. ως ουσ. το αυτοκόλλητο κομμάτι από ύφασμα, χαρτί κ.λπ. με συγκολλητικό στην… …   Dictionary of Greek

  • χαλκομανία — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη dιcalcomanie. Πρόκειται για σχέδιο ή γράμματα τυπωμένα σε ειδικό χαρτί ή αυτοκόλλητο πλαστικό που μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες επιφάνειες. Χρησιμοποιείται στις διακοσμήσεις της πορσελάνης, του γυαλιού κλπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”